αγύψωτος

αγύψωτος
-η, -ο
1.αυτός που δεν έχει χριστεί με γύψο: Ο τοίχος έμεινε αγύψωτος.
2. αυτός που δεν περιέχει γύψο: Το κρασί αυτό είναι αγύψωτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγύψωτος — η, ο [γυψώνω] 1. αυτός που δεν γυψώθηκε, δεν επιχρίστηκε με γύψο 2. αυτός που δεν διακοσμήθηκε με γυψώματα 3. αυτός που δεν περιέχει γύψο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”